Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπεραιωρέεσθαι τῆς οἰκίης

См. также в других словарях:

  • υπεραιωρώ — έω, Α 1. κρατώ κάτι ψηλά («κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας», Λιβάν.) 2. ναυτ. αγκυροβολώ για λίγο στα ανοιχτά («τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου», Ηρόδ.) 3. παθ. ὑπεραιωροῡμαι, έομαι κρέμομαι, αιωρούμαι, εκτείνομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»