-
1 υπεραιωρεω
1) высоко поднимать, подвешиватьὑπεραιωρέεσθαι τῆς οἰκίης Her. — подниматься высоко над домом;
ὑπεραιωρηθείς Luc. — поднявшись на воздух;ἥ προνομαία ὑπεραιωρουμένη Luc. — высоко поднятый хобот (слона)2) med. доплывать, прибывать (на кораблях)
См. также в других словарях:
υπεραιωρώ — έω, Α 1. κρατώ κάτι ψηλά («κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας», Λιβάν.) 2. ναυτ. αγκυροβολώ για λίγο στα ανοιχτά («τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου», Ηρόδ.) 3. παθ. ὑπεραιωροῡμαι, έομαι κρέμομαι, αιωρούμαι, εκτείνομαι… … Dictionary of Greek